Το περίφημο “fit or fat debate” φαίνεται ότι πλησιάζει στο τέλος του μετά από περισσότερα από είκοσι χρόνια αλληλοσυγκρουόμενων ευρημάτων και συστάσεων προς το κοινό, καθώς έχει μάλλον ολοκληρωθεί η συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα σχετικά με τα αποτελέσματα αρκετών σημαντικών μελετών που αποσαφηνίζουν σε μεγάλο βαθμό τη μακροπρόθεσμη σημασία του βάρους και της άσκησης για τη υγεία.
Η σχέση μεταξύ παχυσαρκίας και θνησιμότητας από καρδιαγγειακή νόσο, καθώς και εκείνη μεταξύ παχυσαρκίας και καρκίνου έχει αναδειχθεί από διεθνείς επιστημονικές έρευνες σε Ευρώπη και Αμερική. Η κλασική μελέτη Framingham (Framingham Heart Study) [1] στην οποία παρακολουθούνται συνεχώς για 60 περίπου χρόνια 5.000 περίπου κάτοικοι μιας κωμόπολης της Μασαχουσέτης, η μελέτη των Αποφοίτων του Πανεπιστημίου Harvard (Harvard Alumni Health Study) [2], η μελέτη των Αδελφών Νοσοκόμων (Nurses Health Study) [3], η μελέτη των Κλινικών Έρευνας για τα Λιπίδια (Lipid Research Clinics Study) [4] και η Ευρωπαϊκή Προοπτική Μελέτη για τον Καρκίνο και τη Διατροφή (European Prospective Investigation into Cancer and Nutrition-EPIC) [5] έδειξαν ότι η συνολική και η καρδιαγγειακή θνησιμότητα (κύρια από έμφραγμα μυοκαρδίου, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή καρδιακή ανεπάρκεια) είναι μεγαλύτερη στα άτομα με δείκτη μάζας σώματος (body mass index [BMI] = βάρος [kg] / ύψος [m]2) μεγαλύτερο από 26, ενώ ανάμεσα στους παχύσαρκους με τον ίδιο δείκτη μάζας σώματος μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν όσοι έχουν «κοιλιακή» (σπλαγχνική) εναπόθεση λίπους, όπως αυτή καταγράφεται με την αυξημένη περίμετρο μέσης. Ακόμα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μακροχρόνιων επιδημιολογικών μελετών, εκτός από τις αγγειακές και μεταβολικές διαταραχές – δηλαδή την υπέρταση, τις δυσλιπιδαιμίες, την υπερουριχαιμία, το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και το μεταβολικό σύνδρομο – η παχυσαρκία διπλασιάζει ή τριπλασιάζει τον κίνδυνο για μια σειρά από άλλες νοσολογικές οντότητες, όπως η χολολιθίαση, η άπνοια στον ύπνο, η οστεοαρθρίτιδα, οι δισκοκήλες της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, η υπογονιμότητα και ο καρκίνος του παχέος εντέρου, του προστάτη, του μαστού και του ενδομητρίου [6].
Από την άλλη πλευρά, η ευεργετική επίδραση της φυσικής δραστηριότητας έχει επαρκώς τεκμηριωθεί σε μια σειρά από μεγάλες Ευρωπαϊκές και Αμερικανικές μελέτες στις οποίες παρακολουθήθηκαν περισσότεροι από 250.000 άνθρωποι για 10-15 χρόνια [2,7-9]. Η μελέτη των Συνταξιούχων από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Υγείας (National Institute of Health-NIH) [7] και η μελέτη των Αποφοίτων του Harvard [2], για παράδειγμα, έδειξαν ότι περίπου 30 λεπτά αερόβιας άσκησης μέτριας έντασης 3 τουλάχιστο φορές την εβδομάδα ή ισοδύναμη αερόβια δραστηριότητα με την οποία δαπανώνται περίπου 300 θερμίδες την ημέρα οδηγεί σε ελάττωση της συνολικής θνησιμότητας κατά 30% (η πιο πάνω αντιστοιχία έχει ονομαστεί «κανόνας του 3»). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι η ισχυρή προστατευτική δράση της άσκησης επιβεβαιώνεται σε όλες τις βασικές κατηγορίες ερευνών, δηλαδή σε «συγχρονικές» (cross-sectional), «προοπτικής παρακολούθησης» (longitudinal – cohort), «παρέμβασης» (interventional) και «τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές με ομάδα ελέγχου» (randomized controlled trials). Επιπλέον, η φυσική δραστηριότητα έχει βρεθεί ότι μειώνει την εμφάνιση διαβήτη τύπου 2, μεταβολικού συνδρόμου, ουρικής αρθρίτιδας, οστεοπόρωσης, κατάθλιψης, καρκίνου του παχέος εντέρου και του πνεύμονα, ενώ έχει συσχετιστεί με καλύτερη απόδοση στις σπουδές και την εργασία, βελτιωμένη διάθεση και μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση [10]. Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι η φυσική κατάσταση καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από γενετικούς παράγοντες, η επίδραση των οποίων εξηγεί το φαινόμενο της απροσδόκητα καλής απόδοσης σε αερόβιες δοκιμασίες υπέρβαρων ατόμων που κάνουν καθιστική ζωή. Η πιο μεγάλη σχετική μελέτη σε οικογένειες, η HERITAGE, έδειξε ότι το επικρατές κληρονομικό σκέλος προέρχεται από τη μητέρα [11]. Η εκτίμηση της φυσικής δραστηριότητας μπορεί να γίνει με αντικειμενικές μεθόδους, όπως η μέτρηση του διπλά σεσημασμένου με ισότοπα νερού (2Η218Ο), η έμμεση θερμιδομετρία (διαφορά κατανάλωσης O2 και παραγωγής CO2 σε εισπνεόμενο και εκπνεόμενο αέρα αντίστοιχα) και η ημιποσοτική αξιολόγηση με μετρητές επιτάχυνσης. Επειδή, όμως, αυτές οι τεχνικές έχουν υψηλό κόστος, στην κλινική πράξη χρησιμοποιείται συνήθως μια αδρή δοκιμασία (όπως το κλασικό τεστ κόπωσης) ή πιο εξειδικευμένες μέθοδοι που αξιολογούν σύνθετες παραμέτρους, οι μετρήσεις των οποίων παρέχουν τιμές με μεγάλη επαναληψιμότητα. Μια τέτοια παράμετρος είναι ο δείκτης καρδιοαναπνευστικής φυσικής κατάστασης (Cardiorespiratory Fitness Index, CRFI, VO2 max) [12], όπως προκύπτει π.χ. από την εξίσωση VO2 max = [88.02 – 0.1656(βάρος σε kg) – 2.76(χρόνος σε min) + 3.716(για τους άνδρες)], στην οποία η μεταβλητή του χρόνου είναι το μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα στο οποίο μπορεί ο εξεταζόμενος να διανύσει 2.4 χιλιόμετρα. Το επίπεδο φυσικής κατάστασης υπολογίζεται από τον CRFI με βάση τον πιο κάτω πίνακα.
Τρεις μελέτες έχουν μέχρι σήμερα διερευνήσει συγκριτικά τη σχέση παχυσαρκίας και φυσικής δραστηριότητας με την επιβίωση. Τόσο η Nurses Health Study [3] όσο και Lipid Research Clinics Study [4] που παρακολούθησαν την υγεία περισσότερων από 120.000 ατόμων για διάστημα περίπου 25 ετών δεν έδειξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στην έκβαση μεταξύ ασκούμενων υπέρβαρων/παχύσαρκων (fit and fat) και αδρανών λεπτών ατόμων (unfit and nonfat). Η μεγάλη, όμως, προοπτική μελέτη για την αερόβια άσκηση (Aerobic Center Longitudinal Study-ACLS), η οποία συμπεριέλαβε περισσότερα από 80.000 άτομα που παρακολουθήθηκαν για 35 χρόνια και παρείχε πληροφορίες για όλους τους δυνατούς συνδυασμούς βάρους και φυσικής κατάστασης [13], κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αδύνατα και αγύμναστα άτομα διατρέχουν τουλάχιστο διπλάσιο κίνδυνο θανάτου από τα υπέρβαρα άτομα που ασκούνται, όπως φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί. Το εύρημα αυτό ουσιαστικά υποδηλώνει ότι οι κίνδυνοι από την αύξηση του σωματικού βάρους και λίπους αντισταθμίζονται – αν όχι ολοκληρωτικά τουλάχιστο σε μεγάλο βαθμό – από τη βελτίωση της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας διαμέσου της αερόβιας άσκησης.
Οι αποκλίσεις στα αποτελέσματα των πιο πάνω μελετών μπορούν να αποδοθούν σε διαφορές στα χαρακτηριστικά των πληθυσμών που εξετάστηκαν (φυλή, φύλο, κοινωνική και οικονομική κατάσταση, μορφωτικό επίπεδο), αλλά και στο «συστηματικό σφάλμα» (bias), που προκύπτει από την εισαγωγή «υποκειμενικών» ποιοτικών δεδομένων στη στατιστική ανάλυση. Στη μελέτη των Αδελφών Νοσοκόμων, για παράδειγμα, ο δείκτης μάζας σώματος υπολογίστηκε με βάση το σωματικό βάρος που ανέφεραν οι ίδιοι οι ασθενείς, ενώ το επίπεδο φυσικής κατάστασης εκτιμήθηκε με βάση τις απαντήσεις των συμμετεχόντων σε ερωτηματολόγιο. Εξάλλου, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα της μελέτης του Βρετανικού Συμβουλίου για την Ιατρική Έρευνα (Medical Research Council) [14], η οποία έδειξε ότι η αυξημένη δαπάνη θερμίδων στο πλαίσιο εντονότερης και πιο παρατεταμένης φυσικής δραστηριότητας για διάστημα έξι περίπου ετών μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο από μεταβολικές διαταραχές (όπως ο διαβήτης και οι δυσλιπιδαιμίες), ακόμα και χωρίς στατιστικά σημαντική ελάττωση του σωματικού βάρους και της περιμέτρου της μέσης ή αύξηση του δείκτη καρδιοαναπνευστικής φυσικής κατάστασης. Η παρατήρηση αυτή αποδόθηκε στο ότι η άσκηση είναι δυνατό να μειώσει προφλεγμονώδεις και να αυξήσει αντιφλεγμονώδεις παράγοντες («κυτοκίνες») που επηρεάζουν το μεταβολικό κίνδυνο ακόμα και χωρίς σημαντική αλλαγή του βάρους ή της απόδοσης σε αερόβιες δοκιμασίες. Επιπλέον, όπως έχει διαπιστωθεί σε μελέτες άμεσης μέτρησης του σπλαγχνικού λίπους με αξονική ή μαγνητική τομογραφία, η άσκηση μπορεί να έχει ήδη προκαλέσει ελάττωση του κοιλιακού λιπώδους ιστού χωρίς αυτή να μπορεί να καταγραφεί ακόμα ως ελάττωση της περιμέτρου της μέσης [15]. Στο ερώτημα, λοιπόν, «το βάρος ή η φυσική δραστηριότητα είναι το πλέον καθοριστικό στοιχείο για την εξέλιξη της υγείας μας;», η απάντηση είναι «αν δεν μπορούμε να είμαστε αδύνατοι και δραστήριοι, καλύτερα υπέρβαροι και δραστήριοι παρά αδύνατοι και αδρανείς»!
Βιβλιογραφία
Hubert HB, Feunleib M, McNamara PM, Castelli WP: Obesity is an independent risk factor for cardiovascular disease: a 26-year follow-up of participants in the Framingham Heart Study. Circulation 1983; 67: 968– 977.
Paffenbarger RS, Jr, Hyde RT, Wing AL, Hsieh CC: Physical activity, all-cause mortality, and longevity in college alumni. N Engl J Med 1986; 314: 605– 613.
Manson JE, Willett WC, Stampfer MJ, Colditz GA, Hunter DJ, Hankinson SE, Hennekens CH, Speizer FE: Body weight and mortality among women. N Engl J Med 1995; 333: 677– 685.
Stevens J, Cai J, Evenson KR, Thomas R: Fitness and fatness as predictors of mortality from all causes and from cardiovascular disease in men and women in the Lipid Research Clinics Study. Am J Epidemiol 2002; 156: 832– 841.
Pischon T, Boeing H, Hoffmann K, Bergmann M, Schulze MB, Overvad K, van der Schouw YT, Spencer E, Moons KG, Tjønneland A, Halkjaer J, Jensen MK, Stegger J, Clavel-Clapelon F, Boutron-Ruault MC, Chajes V, Linseisen J, Kaaks R, Trichopoulou A, Trichopoulos D, Bamia C, Sieri S, Palli D, Tumino R, Vineis P, Panico S, Peeters PH, May AM, Bueno-de-Mesquita HB, van Duinjhoven FJ, Hallmans G, Weinehall L, Manger J, Hedbald B, Lund E, Agudo A, Arriola L, Barricarte A, Navarro C, Martinez C, Quirós JR, Key T, Bingham S, Khaw KT, Boffetta P, Jenab M, Ferrari P, Riboli E: General and abdominal adiposity and risk of death in Europe. N Engl J Med 2009; 359: 2105– 2120.
World Health Organization. Obesity: Preventing and Managing the Global Epidemic. Geneva, World Health Org., WHO/NUT/NCD/98.1, 1998.
Leitzmann MF, Park Y, Blair A, Ballard-Barbash R, Mouw T, Hollenbeck AR, Schatzkin A: Physical activity recommendations and decreased risk of mortality. Arch Intern Med 2007; 167: 2453– 2460.
Manini TM, Everhart JE, Patel KV, Schoeller DA, Colbert RH, Visser M, Tylavsky F, Bauer DC, Goodpaster BH, Harris TB: Daily activity energy expenditure and mortality among older adults. JAMA 2006; 296: 171– 179.
Heinzelmann F, Bagley RW: Response to physical activity programs and their effects on health behavior. Public Health Report 1970; 85: 905– 911.
Hainer V, Toplak H, Stich V: Fat or Fit: What is more important? Diabetes Care November 2009; 32 (suppl 2): S392-S397.
Pérusse L, Gagnon J, Province MA, Rao DC, Wilmore JH, Leon AS, Bouchard C, Skinner JS: Familial aggregation of submaximal aerobic performance in the HERITAGE Family Study. Med Sci Sports Exerc 2001; 33: 597– 604.
Zuluaga M, Briggs C, Carsile J (1995) Sports Physiotherapy applied Science andPractice. 1st ed., Churchill Living Stone, London.
Lee CD, Jackson AS, Blair SN: US weight guidelines: is it also important to consider cardiorespiratory fitness? Int J Obes Relat Metab Disord 1998; 22: S2– S7.
Ekelund U, Brage S, Franks PW, Hennings S, Emms S, Wareham NJ: Physical activity energy expenditure predicts progression toward the metabolic syndrome independently of aerobic fitness in middle-aged healthy Caucasians: the Medical Research Council Ely Study. Diabetes Care 2005; 28: 1195– 1200.
Kay SJ, Fiatarone Singh MA: The influence of physical activity on abdominal fat: a systematic review of the literature. Obes Rev 2006; 7: 183– 200.
——————————————————————————–
Nutri – Care
Λ. Αλεξάνδρας 192β – Αμπελόκηποι
Λ. Ιασωνίδου 54β – Ελληνικό
Αρθρογράφος: Δρ. Σταμάτης Ευσταθίου, Παθολόγος