Η ψυχογενής ανορεξία ανήκει μαζί με την ψυχογενή βουλιμία και την επεισοδιακή υπερφαγία σε μια ομάδα ψυχιατρικών διαταραχών που ονομάζονται «διαταραχές πρόσληψης τροφής».
Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή ψυχική νόσο που απειλεί τη ζωή του πάσχοντος. Συναντάται συνηθέστερα σε κορίτσια κατά την περίοδο της εφηβείας ή της πρώιμης ενήλικης ζωής, ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, αυξάνονται οι περιπτώσεις παιδιών και ενηλίκων με ψυχογενή ανορεξία.
Η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία ορίζει τα ακόλουθα κριτήρια για τη διάγνωση της ψυχογενούς ανορεξίας:
Α. Άρνηση διατήρησης του σωματικού βάρους στο κατώτερο φυσιολογικό επίπεδο για την αντίστοιχη ηλικία και ύψος και προσπάθεια απώλειας κι άλλων κιλών.
Β. Έντονος φόβος του ατόμου ότι θα πάρει βάρος και θα γίνει παχύσαρκο, παρόλο που ήδη ζυγίζει λιγότερο από το κανονικό.
Γ. Διαστρεβλωμένη αντίληψη του βάρους και της εικόνας του σώματος ή άρνηση της σοβαρότητας του χαμηλού σωματικού βάρους. Το βάρος αποτελεί το κριτήριο που καθορίζει το αίσθημα της αυτοαξίας και της αυτοεκτίμησης.
Δ. Απουσία έμμηνου ρύσης για τουλάχιστον 3 διαδοχικούς κύκλους (αμηνόρροια)
Με βάση τα διαθέσιμα κλινικά στοιχεία μπορούμε να διαμορφώσουμε ένα προφίλ των ατόμων που πάσχουν από ψυχογενή ανορεξία, χωρίς βέβαια αυτό να έχει απόλυτη ισχύ, αφού η περίπτωση κάθε ασθενούς έχει τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και παραμέτρους. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι συνήθως πρόκειται για άτομα που:
1. ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα και ξεκίνησαν να κάνουν δίαιτες που στην πορεία γίνονταν όλο και πιο στερητικές και σκληρές.
2. μπορεί να έχουν δεχθεί χλευαστικά σχόλια ή ακόμη και εκφοβισμό για το βάρος τους.
3. προέρχονται από οικογένειες στις οποίες υπάρχει μια έντονη ενασχόληση με το φαγητό και την εικόνα του σώματος. Οι γονείς συχνά υιοθετούν μια ενοχοποιητική στάση απέναντι στο φαγητό ή στην κατανάλωση συγκεκριμένων τροφών, ενώ εκφράζουν επικριτικές θέσεις και αξιολογούν ιδιαίτερα αρνητικά το μη αδύνατο σώμα. Μπορεί και οι ίδιοι ή άλλο μέλος της οικογένειας να παρουσιάζει ή να είχε παρουσιάσει κατά το παρελθόν κάποια διατροφική διαταραχή.
4. έχουν κάποια ψυχαναγκαστικά στοιχεία στη συγκρότηση της προσωπικότητάς τους και θέλουν να ασκούν έλεγχο στους άλλους αλλά και να διατηρούν τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού τους.
5. δεν έχουν απώλεια της όρεξης, αλλά είναι τόσο έντονη η αγωνία που βιώνουν σε σχέση με το βάρος και την εικόνα τους ώστε με ψυχαναγκαστικό τρόπο, απαγορεύουν στον εαυτό τους να φάει, υποβάλλοντάς τον έτσι σε ακραίο υποσιτισμό.
Όπως σε όλες τις ψυχιατρικές διαταραχές, η αιτιολογία είναι πολυσύνθετη και εμπλέκει βιολογικούς, ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Σύμφωνα δε με τη συστημική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, δεν αφορά μόνο στο άτομο αλλά και στα ευρύτερα συστήματα στα οποία αυτό ανήκει, όπως η οικογένειά του και η κοινωνία στην οποία ζει με τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της και τα πρότυπα που προβάλλει σχετικά με το τί είναι αποδεκτό και όμορφο.
Οι συνήθειες, οι πεποιθήσεις και οι αξιολογικές κρίσεις της οικογένειας σε σχέση με το φαγητό και την εικόνα του σώματος επιδρούν στο άτομο. Επιπλέον, σύμφωνα και με τον οικογενειακό θεραπευτή Salvador Minuchin, ο οποίος έκανε πολύ σημαντική δουλειά τη δεκαετία του 1980 με οικογένειες ατόμων με ψυχογενή ανορεξία, το ατομικό σύμπτωμα (η ανορεξία) λειτουργεί ως εκφραστής της παθολογίας όλης της οικογένειας, ενώ, παράλληλα, αποτελώντας το επίκεντρο της προσοχής, επιτρέπει να μένουν στην αφάνεια, άλλες δυσλειτουργίες και τελικά να διατηρείται η οικογενειακή ισορροπία και ενότητα.
Ποιο είναι όμως το ιδιαίτερο νόημα που κρύβει το σύμπτωμα; Γιατί το άτομο παρουσιάζει ψυχογενή ανορεξία και όχι κάτι άλλο; Η απάντηση δεν είναι η ίδια για όλους. Καθένας κατασκευάζει τη δική του πραγματικότητα και δίνει απαντήσεις στα προσωπικά του ερωτήματα σιγά σιγά. Ενδεικτικά, αναφέρουμε μερικές σκέψεις. Το ανορεκτικό άτομο στερεί από τον εαυτό του την τροφή. Η λήψη τροφής είναι η πιο θεμελιώδης λειτουργία για την επιβίωση και την ανάπτυξή του. Επίσης, είναι το πρώτο μέσο με το οποίο μαθαίνει να σχετίζεται με έναν άλλο άνθρωπο, τη μητέρα του. Η παροχή τροφής είναι συνδεδεμένη ειδικά στην ελληνική κουλτούρα με την παροχή αγάπης και φροντίδας, ενώ η στέρησή της τροφοδοτεί αρνητικά συναισθήματα. Τα δε τελετουργικά που τη συνοδεύουν, είναι μια ευκαιρία για συνάντηση της οικογένειας ή των φίλων γύρω από το τραπέζι, για ανταλλαγή σκέψεων, συναισθημάτων, επικοινωνία.
Η σχέση των ανθρώπων με το φαγητό φαίνεται λοιπόν να συνδέεται με διάφορα συναισθήματα και καταστάσεις. Στην περίπτωση των διατροφικών διαταραχών το άτομο προσπαθεί μέσω του φαγητού να διαχειριστεί συναισθήματα, ανάγκες, φόβους που δυσκολεύεται να διαχειριστεί με άλλο τρόπο. Με την κατάλληλη ψυχοθεραπευτική βοήθεια όμως και με τη στήριξη των δικών του ανθρώπων, μπορεί να ξεπεράσει το πρόβλημά του και να ζήσει μια υγιή ζωή.
Αρθρογράφος: Χαρά-Ιφιγένεια Τόμπρα, Ψυχολόγος