Παρά το γεγονός ότι ο καρκίνος θεωρείται χρόνια ασθένεια και συχνή αιτία θανάτου στη σύγχρονη εποχή, περιγραφές του έχουμε από την αρχαιότητα. Η λέξη καρκίνος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην αρχαία Ελλάδα και αναφέρεται στο ζώο καρκίνο (κάβουρα), του οποίου τα πόδια τοποθετούνται αντιδιαμετρικά στο σώμα του. Ο Ιπποκράτης (460 – 377 π.Χ.) θεωρούσε ότι οι διογκωμένες φλέβες στο στήθος γυναικών με καρκίνο του μαστού μοιάζουν με τα πόδια του κάβουρα. Στο έργο του περί Επιδημιών χαρακτηριστικά αναφέρει: «Γυναικί έν Αβδήροισι καρκίνωμα εγένετο περί το στήθος, και διά της θηλής έρρεεν ιχώρ ύφαιμος…..επιληφθείσης δέ της ρύσιος, έθανεν». Ουσιαστικά αναφέρεται σε μία γυναίκα στα Άβδηρα που παρουσίασε καρκίνωμα στο στήθος και απο την θηλή έτρεχε υγρό κόκκινο σαν αίμα. Επίσης, ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε σε γραπτά κείμενα τον όρο «καρκίνος» ή «καρκίνωμα», για να περιγράψει διάφορες διογκώσεις με ή χωρίς σχηματισμό εξωτερικού έλκους και που κατανόησε και περιέγραψε τις διαφορές μεταξύ καλοήθους και κακοήθους όγκου. Τέλος, ο Γαληνός (121-223 π.Χ) καταγράφτηκε ως ο πρώτος ογκολόγος της ιστορίας που ανέφερε οτι ο καρκίνος σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να θεραπευτεί. Όπως λοιπόν μπορούμε διαπιστώσουμε απο τα παραπάνω στοιχεία, η νόσος ήταν γνωστή απο την εποχή της κλασικής Ελληνικής αρχαιότητας , όπου οι γιατροί ήταν απόλυτα ικανοί να διακρίνουν την αιτιολογία, την μορφολογία, την συμπτωματολογία, την πρόγνωση και την θεραπεία της νόσου.
Ερχόμενοι στο σήμερα, θα ήταν ενδιαφέρον να εξετάσουμε, το ψυχολογικό προφίλ το οποίο αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες εμφάνισης μίας χρόνιας νόσου:
• Το να είναι κάποιος σε υπερβολικό βαθμό υπεύθυνος, εργασιομανής, ευσυνείδητος, προστατευτικός και με δείκτη νοημοσύνης πάνω απο το φυσιολογικό.
• Το να αναλαμβάνει το βάρος των υποχρεώσεων των άλλων και να ανησυχεί συνεχώς για τη ζωή τους, χωρίς πάντα να υπάρχει σοβαρός λόγος.
• Να’ χει βαθιά ριζωμένη μέσα του την ανάγκη να κάνει τους άλλους ευτυχισμένους, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τις δικές του ανάγκες, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την έντονη επιθυμία του για αποδοχή.
• Το να υπάρχει έλλειψη εγγύτητας με τον σύντροφο ή με τον κοινωνικό περίγυρο, αποτέλεσμα της «κακής» σχέσης του με έναν ή και με τους δύο γονείς, η οποία ήταν είτε ήταν πραγματικά «κακή» είτε το άτομο την βίωσε ως απορριπτική.
• Το να’ χει δυσκολία στην έκφραση συναισθημάτων όπως οργή, πόνο, απελπισία. Έρευνες έχουν δείξει οτι οι γυναίκες που έχουν δυσκολία στην ελεύθερη έκφραση των αρνητικών κυρίως συναισθημάτων τους, τείνουν να εμφανίζουν συχνότερα καρκίνο του στήθους. Επίσης, η καταστολή των συναισθημάτων σχετίζεται με τη μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης νεοπλασιών (συγκεκριμένα στους πνεύμονες).
• Το να χάνει τον έλεγχο όταν πρόκειται να αντιμετωπίσει στρεσογόνες καταστάσεις (απόλυση, απώλεια αγαπημένου προσώπου κ.τ.λ.).
• Το να μην παίρνει εύκολα την απόφαση να αντιμετωπίσει συναισθηματικά προβλήματα και διαμάχες, που πιθανόν να έχουν τις ρίζες τους στην παιδική ηλικία . Αυτό το άτομο είναι τελειομανής, ζεί με τον φόβο του άγχους, της διαμάχης, του ψυχικού τραύματος και της απώλειας και τα αντιμετωπίζει ως τα πιο τρομακτικά γεγονότα που θα μπορούσαν να του συμβούν.
Υπάρχει μία έρευνα που αποδεικνύει έναν πρώτο πιθανό μηχανισμό για την δημιουργία καρκινωμάτων απο ψυχολογικά αίτια. Σ’ αυτή τη μελέτη αποκαλύφθηκε οτι στο αίμα των καταθλιπτικών ατόμων υπάρχει υψηλότερη συγκέντρωση κυτοκινών (ρυθμιστικά μόρια που παίζουν σημαντικό ρόλο σε όλες σχεδόν τις κυτταρικές λειτουργίες), η παρουσία των οποίων συμβάλει στη δημιουργία φλεγμονών (πρήξιμο με πόνο). Στη συνέχεια, οι φλεγμονές των ιστών επιταχύνουν την γήρανση των ιστών, ενισχύουν την υπερδραστηριότητα του καρδιακού συστήματος και η υπερβολική συσσώρευση τους είναι καρκινογόνος (Τζάνις Κίκοτ & Ρόναλντ Γκλέιζερ, 2002).
Σε γενικές γραμμές όμως, θα ‘θελα να τονίσω οτι: α) δεν υπάρχει μια αυστηρή και προβλέψιμη αιτιακή σχέση ανάμεσα σε ορισμένα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς και του καρκίνου και β) ίσως να μην μπορούμε να ελέγξουμε τί είδους συναισθήματα μπορεί να νιώσουμε από κάποιο γεγονός (χαρά, λύπη), μπορούμε όμως να ελέγξουμε πόσο θα διαρκέσουν και να τα μεταβάλλουμε, βελτιώνοντας με αυτόν τον τρόπο και το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Πιο συγκεκριμένα, από τον κλάδο της Νευροψυχολογίας έχει αποδειχθεί ότι το ανοσοποιητικό σύστημα επικοινωνεί με το νευρικό σύστημα. Ένα δυσάρεστο περιστατικό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρώτα φιλτράρεται από τον εγκέφαλο μέσω μίας αυτόματης σκέψης (πολλές φορές ασυνείδητης). Η λύπη που θα μας προκαλέσει το συγκεκριμένο περιστατικό, μεταφράζεται στον εγκέφαλο μας ως μία μεταβολή των χημικών ουσιών («νευροδιαβιβαστές»), οι οποίοι μας κάνουν να νιώθουμε τα διάφορα συναισθήματα. Ο εγκέφαλος ανάλογα με τα συναισθήματα που νιώθουμε, επηρεάζει όλο το σώμα μέσω του νευρικού συστήματος, και στη συνέχεια την καλή / μέτρια λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος (δηλαδή την μέτρια / υψηλή παραγωγή κυττάρων «δολοφόνων» και τα κύτταρα τύπου “Τ”, τα οποία επιτίθενται στα καρκινικά κύτταρα).
Ο κάθε άνθρωπος όταν έρχεται αντιμέτωπος, με μία χρόνια ασθένεια προσπαθεί να προσαρμοστεί στη νέα του κατάσταση και να παλέψει όπως μπορεί ενάντια στον εχθρό που απειλή την υγεία του. Άλλοι κατορθώνουν γρήγορα να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της ζωής τους, άλλοι αργούν και άλλοι δεν το κατορθώνουν ποτέ. Αυτό έχει να κάνει καθαρά με την προσωπικότητα του κάθε ατόμου. Υπάρχουν όμως κάποιοι κύριοι μηχανισμοί που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για την προσαρμογή τους στη καινούρια κατάσταση μετά την ανακοίνωση της νόσου και αυτοί είναι οι ακόλουθοι:
1. Άρνηση : Το άτομο αρνείται κατηγορηματικά τη διάγνωση, ότι δηλαδή πάσχει από κάποια σοβαρή νόσο.
2. Μαχητικότητα: Το άτομο είναι αποφασισμένο να πολεμήσει και να νικήσει την νόσο με κάθε τρόπο. Προσπαθεί να συλλέξει πληροφορίες για την ασθένεια και την αντιμετώπιση της από τον γιατρό, από βιβλία ή και από κάποια κοντινά του πρόσωπα, που μπορεί να πάσχουν από την ίδια νόσο και αισθάνέται τυχερό που την «ανακάλυψε γρήγορα».
3. Στωική Αποδοχή: Το άτομο αυτό αποδέχεται την διάγνωση, χωρίς να αναζητεί πληροφορίες για την ασθένεια του και συνεχίζει την ζωή του κανονικά, όπως ήταν και πριν απ’ αυτή.
4. Αποδοχή με συνοδό άγχος / θλίψη: Το άτομο αντιδρά στην ανακοίνωση της νόσου με υπερβολικό άγχος ή πολλές φορές και θλίψη. Επιδιώκει να μάθει με κάθε μέσο όσες περισσότερες πληροφορίες μπορεί για την ασθένεια του άλλα οτιδήποτε βρεί το ερμηνεύει αρνητικά και απαισιόδοξα.
5. Απελπισία / Αβοηθητότητα: Το άτομο αυτό έχει κυριευτεί απόλυτα από τη διάγνωση. Θεωρεί ότι είναι συνεχώς άρρωστο ακόμα κι’ αν δεν έχει συμπτώματα, κάποιές φορές ενεργεί σαν να πρόκειται να «φύγει» άμεσα από τη ζωή και η καθημερινότητα του παύει να είναι λειτουργική.
Όποια αντίδραση κι’ αν επιλέξει να έχει το άτομο μετά την ανακοίνωση της ασθένειας του, στο τέλος θα χρειαστεί να έρθει αντιμέτωπο με τη νέα του «ταυτότητα», αυτή του μή υγιή. Η ψυχολογία του αλλάζει μέρα με τη μέρα, καθώς κατακλύζεται από πληθώρα σκέψεων και συναισθημάτων, που αφορούν όχι μόνο το ίδιο το άτομο αλλά και τον κοινωνικό του περίγυρο. Πολλές έρευνες έχουν αποδείξει ότι η ψυχική διάθεση του ασθενή επηρεάζει σημαντικά την πορεία της ασθένειας, γι’ αυτό και μια αισιόδοξη και μαχητική στάση απέναντι στην νόσο διευκολύνει τη θεραπευτική αγωγή και συμβάλλει στην επιβράδυνση των καταστροφικών εκδηλώσεων της νόσου. Ας εξετάσουμε λοιπόν τις ψυχικές διεργασίες που συμβαίνουν στα άτομα που νοσούν και μ’ αυτόν τον τρόπο ο καθένας από εσάς ίσως κατανοήσει την «θέση» που μπορεί να βρίσκεται κάποιο «οικείο» του πρόσωπο.
Θυμός / Οργή: Μετά την ανακοίνωση της νόσου από τον γιατρό, ο ασθενής αισθάνεται οργή / θυμό, τα «βάζει» με τη μοίρα που του συμπεριφέρθηκε με τρόπο άδικο και αδικαιολόγητο και ξεσπά σ’ όλα τα άτομα που προσπαθούν να τον φροντίσουν (γιατροί, οικογένεια). Η οργή του οφείλεται στο γεγονός ότι τόσα χρόνια δούλευε αδιάκοπα για να απολαύσει κάποια στιγμή στη ζωή του τους «καρπούς» των κόπων του και ξαφνικά έρχεται μια ασθένεια να του γκρεμίσει ό,τι όνειρα έκανε μέχρι σήμερα. Αυτό με τη σειρά του έχει σαν αποτέλεσμα να νιώθει ζήλια για τους ανθρώπους γύρω του, οι οποίοι συνεχίζουν κανονικά τη ζωή τους. Ο θυμός αυτός είναι φυσιολογικός και βοηθάει να ξεπεραστεί η περίοδος της θλίψης που ακολουθεί τη διάγνωση. Εάν ο ασθενής δεν καταφέρει να εκφράσει με οποιοδήποτε τρόπο την οργή του, υπάρχει κίνδυνος να βυθιστεί σε κατάθλιψη. Σ’ αυτή τη φάση το μόνο που χρειάζεται είναι κατανόηση και όχι οίκτο, ώστε να μπορέσει κάποια στιγμή να σταθεί στα πόδια του.
Κατάθλιψη: Όταν οι πόνοι της ασθένειας αρχίζουν να γίνονται εντονότεροι, ο ασθενής νιώθει πίκρα, θλίψη και απελπισία. Κλαίει συνεχώς, μιλάει για αυτοκτονία και εκδηλώνει αισθήματα αυτοϋποτίμησης και ενοχής. Η κατάθλιψη αυτή μπορεί να είναι είτε αντιδραστική είτε προπαρασκευαστική, δηλαδή προετοιμάζει τον ασθενή για τον τελικό «αποχωρισμό». Κι’ εδώ ο ασθενής το μόνο που έχει ανάγκη είναι κατανόηση, «χώρος» για να εκφράσει ό,τι έχει μέσα του και συμπαράσταση στον αγώνα του. Καμία φορά όμώς, μία ματιά, ένα σφίξιμο του χεριού, μπορούν να «πουν» περισσότερα από πολλές λέξεις, βεβαιώνοντας τον άρρωστο ότι δεν είναι μόνος. Τέλος, διάφορες μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, οι καταθλιπτικοί ασθενείς είχαν συνήθως ένα πολύ εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα. Ειδικότερα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που παρουσίαζαν δραστική μείωση των λευκών ημισφαιρίων στο αίμα, τα οποία παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην άμυνα του οργανισμού απέναντι σε παθογόνους παράγοντες.
Φόβος: Ο Leming (1979-80) μίλησε για δύο κυρίως κατηγορίες φόβων που βιώνουν οι χρόνιοι ασθενείς: α) οι φόβοι που είναι άμεσα συνδεδεμένοι με την περίοδο που οδηγεί στον θάνατο και συγκεκριμένα 1) ο φόβος εξάρτησης, όπου ο ασθενής φοβάται να μην χάσει τον αυτοέλεγχο του 2) ο φόβος του πόνου, υπάρχει όταν ο άρρωστος πιστεύει ότι δεν υπάρχουν τα μέσα ή τα χρονικά περιθώρια να νιώσει και πάλι καλύτερα και αισθανόμενος έτσι εντείνεται κάθε δυσλειτουργία 3) ο φόβος της ταπείνωσης, όπου ο ασθενής ανησυχεί μήπως υποστεί νέες αναπηρίες, οι οποίες θα τον οδηγήσουν κυρίως στην απώλεια της αυτοεκτίμησης και της ακεραιότητας του 4) ο φόβος της απομόνωσης, απόρριψης και μοναξιάς, όπου ο ασθενής φοβάται σε έντονο βαθμό την εγκατάλειψη από το περιβάλλον του και 5) ο φόβος του αποχωρισμού, όπου ο ασθενής ανησυχεί για το τί θα απογίνουν οι δικοί του χωρίς αυτόν, κυρίως αν αποτελούσε συναισθηματικό και οικονομικό στήριγμα για την οικογένεια του. Η δεύτερη κατηγορία φόβων είναι β) οι φόβοι που περιστρέφονται γύρω από το ίδιο το γεγονός του θανάτου και συγκεκριμένα 1) ο φόβος μπροστά σε κάποια μεταθανάτια ζωή, καθώς πολλοί ασθενείς φοβούνται το «άγνωστο», τη «Θεία Δίκη», τη σκέψη οτι μπορεί να υπάρχουν πνεύματα ή μεταφυσικές δυνάμεις 2) ο φόβος μπροστά την οριστικότητα του θανάτου, καθώς πολλοί θρηνούν για τα ανεκπλήρωτα σχέδια και τους στόχους τους και 3) ο φόβος για την τύχη του σώματος, καθώς κάποιοι ασθενείς ανησυχούν για το τί θα συμβεί στο σώμα τους αφού «φύγουν». Το κάθε άτομο μπορεί να βιώνει ένα ή περισσότερους από του παραπάνω φόβους και με διαφορετική ένταση. Σ’ αυτή τη φάση, την οποία οι ασθενείς κατακλύζονται από τόσους φόβους, το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό οφείλει να προσπαθήσει να τους κατευνάσει, ενθαρρύνοντας έναν «ανοιχτό» διάλογο μαζί τους, χωρίς όμως να του προσφέρουν συμβουλές και λύσεις.
Πνευματικότητα: Πολλοί ασθενείς, δείχνουν μια έντονη ενασχόληση με τα πνευματικά θέματα, τόσο κατά τη διάρκεια της θεραπείας όσο και προς το τέλος της ζωής τους. Στην ουσία, βασίζονται στις πνευματικές τους πεποιθήσεις για να μπορέσουν να προσαρμοστούν στη νόσο. Αυτή η πνευματικότητα περιλαμβάνει, τις προσωπικές πεποιθήσεις του ατόμου σχετικά με τον κόσμο και την ανθρώπινη ύπαρξη. Πολλές φορές, όταν «έρχεται» μία χρόνια νόσος, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του ασθενούς κλονίζονται, καθώς κάποιοι πιστεύουν ότι η νόσος είναι τιμωρία από τον Θεό. Άλλοι πάλι, αναζητούν βοήθεια από τον Θεό, για να αντιμετωπίσουν την ασθένεια. Μερικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα ισχυρά πνευματικά και θρησκευτικά πιστεύω, συμβάλλουν θετικά στην ψυχολογία των ασθενών (μείωση του αισθήματος απομόνωσης, περιορισμός της εμφάνισης άγχους κ.α.), ενώ η αμφισβήτηση τους (από τους ίδιους) σχετίζεται με μειωμένη προσαρμογή στην νόσο και στην θεραπεία. Κατά συνέπεια, το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του τις πνευματικές πεποιθήσεις των ασθενών και να τις ενισχύει, αν χρειαστεί.
Θεραπείες: Στη διάρκεια της νόσου, οι ασθενείς υποβάλλονται σε διάφορες θεραπείες με στόχο την αντιμετώπιση της ασθένειας, οι οποίες όμως επιφέρουν τέτοιες μεταβολές στο σώμα τους, ικανές να επηρεάσουν τα αισθήματα αυτοεκτίμησης τους. Μια πρώτη θεραπεία είναι η χειρουργική επέμβαση, όπως ο ακρωτηριασμός (προκαλεί διαταραχές στην «εικόνα» του σώματος), λαρυγγεκτομή (προκαλεί προβλήματα επικοινωνίας) και μαστεκτομή (προκαλεί αμφισβήτηση της σεξουαλικής ταυτότητας στις γυναίκες). Μια άλλη θεραπεία είναι η Χημειοθεραπεία, η οποία έχει διάφορες ισχυρές παρενέργειες (αλωπεκία κ.α.) οι οποίες μειώνουν την ποιότητα ζωής του ασθενή. Επίσης, πολλοί ασθενείς εμφανίζουν συμπτώματα κατάθλιψης. Ακόμα, έχουν συσχετίσει διάφορες ψυχικές διαταραχές με ορισμένα χημειοθεραπευτικά φάρμακα. Για παράδειγμα, υποστηρίζουν ότι η φθοριοουρακίλη προκαλεί σύγχυση και ανησυχία. Τέλος, υπάρχει και η Ακτινοθεραπεία, στην διάρκεια της οποίας ορισμένοι ασθενείς εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα άγχους σε σχέση με άλλους που ακολουθούν άλλες θεραπευτικές προσεγγίσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχουν κάποιες λανθασμένες αντιλήψεις σχετικά με την έκταση των παρενεργειών της συγκεκριμένης θεραπείας, με αποτέλεσμα οι ασθενείς που κάνουν ακτινοβολίες να βρίσκονται μόνοι τους σε κλειστούς χώρους, τελείως απομονωμένοι κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Οι ασθενείς σε όποια ψυχολογική κατάσταση κι’ αν βρίσκονται, έχουν ως πρωταρχική ανάγκη την υποστήριξη της οικογένειας τους, η οποία μπορεί να διαδραματίσει ένα απίστευτα ζωτικό ρόλο και να προσφέρει «συναισθηματική υποστήριξη», ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον φόβο, την μοναξιά, τον θυμό, την θλίψη. Ποιός είναι λοιπόν ο ρόλος του οικογενειακού περιβάλλοντος απέναντι σε κάθε χρόνια ασθένεια που ταλαιπωρεί ένα «οικείο» του πρόσωπο;
• Δεν θα πρέπει να συμπεριφέρεται με οίκτο στον ασθενή, καθώς ο οίκτος «δίνει» την εικόνα οτι διαφέρει απο τους άλλους, οτι είναι ανήμπορος και μελλοθάνατος.
• Είναι θεραπευτικά αναποτελεσματική η φράση «μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά» την οποία πολλοί χρησιμοποιούν για να παρηγορήσουν τον ασθενή, καθώς αυτού του είδους η συμπαράσταση έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα. Ουσιαστική συμπαράσταση δείχνει η φράση «λυπάμαι για ότι περνάς, αλλά θα είμαι δίπλα σου για να σου συμπαρασταθώ».
• Αν ο ασθενής έχει παιδιά, κατά την περίοδο της διαμονής του στο νοσοκομείο ή και όταν επιστρέφει σπίτι μετά τη θεραπευτική αγωγή, μπορεί να νιώσουν παραμελημένα ή ακόμα και ότι «φέρουν» κάποια ευθύνη για την νόσο του γονέα. Εδώ τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας θα ήταν καλό να τα διαβεβαιώνουν για την αγάπη του γονέα τους αλλά να τα απαλλάσσουν από τις ενοχές.
• Θα’ ναι ωφέλιμο για την καλή ψυχολογία του ασθενή, να τον ενθαρρύνουν να συνεχίσει να εργάζεται αν το θέλει και μπορεί, αλλά και να ασχοληθεί με μια ευχάριστη δραστηριότητα, η οποία θα συμβάλλει στην χαλάρωση και στην εκτόνωση του και θα ενισχύσει το αίσθημα της αυτοεκτίμησης του.
• Για να κατανοηθεί καλύτερα η ψυχολογία του ασθενή, πρέπει η οικογένεια: 1) να αντλήσει όσες πληροφορίες μπορεί για την νόσο και τη θεραπεία της 2) να παρατηρεί τις αντιδράσεις του ώστε να μπορεί να καταλάβει αν είναι έτοιμος να μιλήσει για την νόσο 3) να τον ακούει προσεκτικά χωρίς παρεμβάσεις, έτσι ώστε να κατανοήσει τις ανησυχίες του, όχι μόνο για την νόσο αλλά και για το μέλλον και 4) Θα ήταν καλό η οικογένεια να εξωτερικεύσει και τα δικά της συναισθήματα, όσο επίπονο κι’ αν είναι.
Κλείνοντας, θα’ θελα να κρατήσετε στο μυαλό σας ότι, ίσως να αισθάνεστε ότι δεν μπορείτε να «διώξετε» την νόσο που ταλαιπωρεί κάποιο αγαπημένο σας πρόσωπο, τώρα όμως γνωρίζετε «κάτι» παραπάνω για να την αντιμετωπίσετε.
——————————————————————————–
Nutri – Care
Λ. Αλεξάνδρας 192β – Αμπελόκηποι
Λ. Ιασωνίδου 54β – Ελληνικό
Αρθρογράφος: Γεντεκάκη Ελένη, Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια