O διαβήτης είναι ένα νόσημα που χαρακτηρίζεται από αύξηση του σακχάρου στο αίμα καθώς, πολλές φορές, και στα ούρα. Η νόσος είναι αποτέλεσμα είτε ανεπαρκούς δράσης της ινσουλίνης, είτε ανεπαρκούς έκκρισής της, είτε συνδυασμού των ανωτέρων. Υπάρχουν 2 τύποι διαβήτη.
Διαβήτης τύπου 1. (ινσουλινοεξαρτώμενος) παρουσιάζεται όταν το πάγκρεας δεν παράγει καθόλου ινσουλίνη. Εμφανίζεται συνήθως στους νεαρούς ανθρώπους, αλλά υπάρχει πιθανότητα να παρουσιαστεί και στις μεγαλύτερες ηλικίες.
Τι πρέπει να γνωρίζετε όταν κάνετε ενέσεις ινσουλίνης ή παίρνετε φαρμακευτική αγωγή
Διαβήτης τύπου 2. (μη ινσουλινοεξαρτώμενος) είναι η πιο συχνή μορφή του διαβήτη. Παρουσιάζεται όταν το πάγκρεας εν΄ μέρη παράγει ινσουλίνη, αλλά η ποσότητά της είτε δεν επαρκεί για τις ανάγκες του οργανισμού, είτε η ινσουλίνη δε λειτουργεί αποτελεσματικά. Συχνά εμφανίζεται στους ανθρώπους σε μεγαλύτερη ηλικία και στους υπέρβαρους. Ο τύπος 2 διαβήτη είναι και κληρονομικός.
Η διατροφή αποτελεί μία βασική παράμετρο για την αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη. Βασικός στόχος της είναι η κάλυψη των εξατομικευμένων διατροφικών αναγκών κάθε ασθενή, η διατήρηση του ιδανικού βάρους, η επίτευξη ευγλυκαιμικής κατάστασης και η διατήρηση των λιπιδίων στο αίμα στα φυσιολογικά επίπεδα.
Η διατροφή του διαβητικού δε διαφέρει από την σωστή διατροφή του μη διαβητικού ατόμου. Πρέπει να έχει ποικιλία, να είναι διατροφικά επαρκής, να είναι πτωχή σε ζωικά λίπη και χοληστερόλη, να περιέχει άφθονες φυτικές ίνες και να είναι χαμηλή σε αλάτι και οινόπνευμα.
1. Παχυσαρκία.
Το 60-90% περίπου των ασθενών με διαβήτη τύπου 2 είναι παχύσαρκοι. Καθώς η παχυσαρκία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο όχι μόνο στην παθογένεση του διαβήτη τύπου 2, αλλά και σε άλλες καταστάσεις, όπως είναι η δυσλιπιδαιμία, η υπέρταση και η αθηρωσκληρωτική αγγειακή νόσος, το κυριότερο διατροφικό μέσο στη θεραπεία των διαβητικών είναι η απώλεια βάρους. Η καλύτερη μέθοδος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, είναι ο συνδυασμός της μερικής μείωσης στη συνολική ημερήσια θερμιδική πρόσληψη με την αύξηση στην καύση θερμίδων μέσω εντονότερης σωματικής δραστηριότητας. Με την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι περιορισμοί ως προς τη λήψη θερμίδων, η Μεσογειακή Διατροφή μπορεί να αποτελέσει μια αξιοσύστατη διατροφική στρατηγική για τη μείωση του βάρους σε παχύσαρκα διαβητικά άτομα.
Ακόμη και μια μέτρια απώλεια βάρους έχει ως αποτέλεσμα σημαντική βελτίωση στην αντίσταση κατά της ινσουλίνης και τον έλεγχο της γλυκαιμίας. Παρατηρείται συχνά μείωση της υπερτριγλυκεριδαιμίας, καθώς και των συγκεντρώσεων χοληστερόλης χαμηλής πυκνότητας, ενώ τα επίπεδα χοληστερόλης υψηλής πυκνότητας συνήθως αυξάνονται.
2. Επιλογή υδατανθράκων
Οι ενεργειακές απαιτήσεις ενός ανθρώπου με διαβήτη πρέπει να περιέχουν 45-55% υδατάνθρακες (ψωμί, ρύζι, ζυμαρικά, πατάτες κ.ά.) Για τη διατήρηση της γλυκόζης σε φυσιολογικά επίπεδα πρέπει να γίνεται ο έλεγχος των προσλαμβανόμενων υδατανθράκων όχι μόνο στην ποσότητά τους, αλλά και στην ποιοτική διαφοροποίηση αυτών, στην κατανομή της πρόσληψής τους και σε γενικότερες διατροφικές επιλογές που είναι δυνατόν να τροποποιούν την μεταγευματική καμπύλη. Βασικό κριτήριο για την επιλογή των υδατανθράκων είναι ο χαμηλός γλυκαιμικός δείκτης (ο ρυθμός με τον οποίο η γλυκόζη του αίματος αυξάνεται και μειώνεται μετά την κατανάλωση μίας συγκεκριμένης τροφής). Πρέπει να προτιμούνται οι σύνθετοι υδατάνθρακες (αμυλούχες τροφές, φρούτα) έναντι απλών σακχάρων (ζάχαρη, γλυκά, μέλι, σοκολάτα, γλυκά οινοπνευματώδη ποτά κ.ά.) Οι σύνθετοι υδατάνθρακες είναι πλούσιοι σε φυτικές ίνες που αυξάνουν τόσο τον όγκο όσο και το χρόνο διέλευσης των τροφών από το έντερο. Έτσι, επειδή αργούν να χωνευτούν, οι σύνθετοι υδατάνθρακες απελευθερώνουν αργά τα σάκχαρα στο αίμα, ενώ ταυτόχρονα ο διαβητικός αισθάνεται χορτασμένος για περισσότερο χρόνο και αποφεύγονται οι μεταγευματικές υπογλυκαιμίες. Ιδιαίτερα ευνοϊκή είναι η κατανάλωση τροφών πλούσιων σε διαλυτές φυτικές ίνες (φασόλια, αρακάς, μήλο, πορτοκάλι κ.ά.) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να αποφεύγονται οι τροφές πλούσιες σε αδιάλυτες φυτικές ίνες (ψωμί ολικής αλέσεως, μαύρο ρύζι κ.ά.). Όσον αφορά τη φρουκτόζη, δεν φαίνεται να προκαλεί έκκριση της ινσουλίνης. Για το λόγο αυτό προτείνεται σαν ασφαλής εναλλακτική λύση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους διαβητικούς.
3. Συχνότητα των γευμάτων
Η κατανομή της τροφής σε μικρά και συχνά γεύματα είναι πολύ σημαντική ώστε να μην υπάρχουν οι αυξομειώσεις της γλυκόζης του αίματος. Πρέπει να υπάρχουν 3 κυρίως γεύματα και 3-4 μικρά. Είναι απαραίτητη η κατανάλωση μικρής ποσότητας φαγητού πριν από την κατάκλιση για την αποφυγή της υπογλυκαιμίας.
4. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στον έλεγχο των λιπιδίων γιατί η υπερλιπιδαιμίες είναι φαινόμενο κοινό στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη. Το λίπος της τροφής δεν πρέπει να ξεπερνάει το 30% της συνολικής θερμιδικής πρόσληψης έκ των οποίων:
-10% πρέπει να είναι κορεσμένα λίπη. Τα κορεσμένα λίπη βρίσκονται σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης όπως το κόκκινο κρέας, το βούτυρο και τα γαλακτοκομικά.
-Μέχρι 12% μονοακόρεστα λιπαρά οξέα. Τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα βρίσκονται στο ελαιόλαδο, στο κραμβέλαιο και στο αβοκάντο.
-Μέχρι 6% πολυακόρεστα λιπαρά οξέα. Τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα βρίσκονται στα αφρόψαρα, τα παχιά ψάρια όπως: σολομός, σκουμπρί, πέστροφα, σαρδέλες, ρέγκα, λευκός τόνος.
Η χοληστερόλη να μην υπερβαίνει τα 300 mg ημερησίως.
5. Πολλοί διαβητικοί, ιδιαίτερα αυτοί που πάσχουν από μη-ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη, είναι υπερτασικοί. Τα άτομα αυτά πρέπει να αποφεύγουν την κατανάλωση αλατιού και αλλαντικών (λουκάνικα, σαλάμια, τυριά κ.ά.)
6. Η κατανάλωση του αλκοόλ πρέπει να συνυπολογίζεται από πλευράς θερμίδων ειδικά σε παχύσαρκα άτομα.
Το αλκοόλ προσφέρει πολλές και ‘κενές’ θερμίδες. Επιτρέπεται η κατανάλωση 1-2 ποτηριών αλκοόλ την εβδομάδα και πάντα με φαγητό, με προτίμηση πάντα σε κόκκινο κρασί που είναι πλούσιο σε αντιοξειδωτικά. Η κατανάλωση του αλκοόλ πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή λόγω του αυξημένου κινδύνου πρόκλησης υπογλυκαιμίας ιδιαίτερα σε άτομα που κάνουν χρήση ινσουλίνης και φαρμακευτικής αγωγής
7. Οι πρωτεΐνες δεν πρέπει να ξεπερνούν το 15-20% της συνολικής θερμιδικής πρόσληψης,
δηλ. περίπου 1 γρ. ανά κιλό επιθυμητού σωματικού βάρους. Οι ανάγκες όμως μεταβάλλονται, ανάλογα με τις καταστάσεις, όπου ο διαβητικός χρειάζεται ιδιαίτερη μεταχείριση, όπως η εγκυμοσύνη, ο θηλασμός και διάφορες παθολογικές καταστάσεις. Τα άτομα με διαβήτη τύπου 1 εμφανίζουν συχνά νεφροπάθειες στις οποίες πρέπει να περιορίζεται η πρωτεϊνική πρόσληψη. Προσοχή πρέπει να δίνεται στις διατροφικές ανάγκες των παιδιών, που είναι αυξημένες λόγω της ανάπτυξής τους, καθώς και σε άτομα με έντονη φυσική δραστηριότητα.
8. Η σωματική άσκηση, όταν εφαρμόζεται σωστά είναι ωφέλιμη για την υγεία κάθε ανθρώπου.
Με την άσκηση ο διαβητικός καταναλώνει ενέργεια, άρα και σάκχαρο, που είναι και η κύρια πηγή ενέργειας. Η άσκηση αυξάνει την ευαισθησία του σώματος σε ινσουλίνη με αποτέλεσμα τη μείωση της γλυκόζης στο αίμα. Ο τύπος και η ένταση της μυϊκής άσκησης για κάθε διαβητικό καθορίζεται με βάση την ηλικία, τη γενική κατάστασή του και από την τυχούσα ύπαρξη επιπλοκών. Ο καλύτερος τρόπος της άσκησης για κάθε διαβητικό είναι το περπάτημα διάρκειας μισής ή μίας ώρας την ημέρα. Η τακτική άσκηση είναι καλύτερη, ενώ απρογραμμάτιστη μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα. Προτιμότερη ώρα για την άσκηση είναι η περίοδος μετά τα γεύματα, παρά πριν, που το σάκχαρο του αίματος είναι συνήθως χαμηλό. Σε διαβητικά άτομα που λαμβάνουν ινσουλίνη ή φαρμακευτική αγωγή συνιστάται επιπλέον λήψη υδατανθράκων πριν από την άσκηση.
——————————————————————————–
Nutri – Care
Λ. Αλεξάνδρας 192β – Αμπελόκηποι
Λ. Ιασωνίδου 54β – Ελληνικό
Αρθρογράφος: Παπαδοπούλου Αναστασία, Κλινική Διαιτολόγος – Διατροφολόγος