Η επιπλοκές της παχυσαρκίας μαζί με τον διαβήτη, δηλαδή της διαβητοπαχυσαρκίας, αποτελούν σημαντικά αίτια νοσηρότητας και θνησιμότητας του πληθυσμού σε όλο τον κόσμο, ενώ το οικονομικό φορτίο της θεραπείας των επιπλοκών τους για την κοινωνία σχεδόν κάθε χρόνο είναι τεράστιο. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προειδοποιεί ότι εάν δεν ληφθούν μέτρα πρόληψης , η οικονομική ευημερία των περισσότερων κρατών θα απειλείται σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Όμως, ήδη σήμερα, στις απαρχές του 21ου αιώνα, η πρόληψη ή και απλώς η καθυστέρηση της εμφάνισης των νόσων αυτών αποτελούν την μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η δημόσια υγεία και είναι πολύ πιθανό, αν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, να υπάρχουν ευεργετικές επιδράσεις, τόσο στην υγεία του πληθυσμού όσο και στην οικονομία των χωρών που πλήττουν από αυτές τις επιδημίες.
Ο διαβήτης είναι μία νόσος που χαρακτηρίζεται από χρόνια υπεργλυκεμία και διαταραχές του μεταβολισμού των υδατανθράκων, των λιπών και των πρωτεϊνών και είναι αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης ή/και μειωμένης βιολογικής δράσης της ινσουλίνης. Ο διαβήτης διακρίνεται σε τύπου 1, όπου το πάγκρεας δεν παράγει αρκετή ποσότητα ινσουλίνης ( εξαιτίας της καταστροφής β-κυττάρων) και σε διαβήτη τύπου 2. Ο διαβήτης τύπου 2 αφορά 80-90% των περιπτώσεων διαβήτη και οφείλεται σε αντίσταση των ιστών του σώματος στη δράση της ινσουλίνης.
Ενώ τα συμπτώματα για το διαβήτη τύπου 1 είναι οξεία και η διάγνωσή του, και κατ΄επέκταση η διαχείριση του, γίνεται έγκαιρα, ο διαβήτης τύπου 2 είναι συχνά συμπτωματικός στα πρώιμα στάδια της νόσου και μπορεί να διαφύγει της διάγνωσης για πολλά χρόνια.
Η χρόνια υπεργλυκεμία του διαβήτη συσχετίζεται με χρόνια δυσλειτουργία ή καταστροφή διαφόρων οργάνων, ειδικά των ματιών, των νεφρών, των νεύρων, της καρδιάς, και των αιμοφόρων αγγείων. Τα άτομα με αδιάγνωστο τύπου 2 διαβήτη έχουν διπλάσια πιθανότητα θανάτου από έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό και 17 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να χρειαστούν ακρωτηριασμό των ακρών. Oι επιπλοκές που συσχετίζονται με το διαβήτη είναι η υπερλιπιδαιμία, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, η υπέρταση, η περιφερική αγγειοπάθεια, η τύφλωση, η νευροπάθεια και νεφροπάθεια.
Ο διαβήτης είναι ιδιαίτερα εμφανής στην Ελλάδα. Μελέτες έδειξαν ότι ο επιπολασμός του διαβήτη έχει ξεπεράσει το 8.7 % το 2002. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων το Σ.Δ. είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης γενετικών και συμπεριφοριολογικών παραγόντων. Παράγοντες όπως η κληρονομικότητα, η εθνότητα, η μεγαλύτερη ηλικία το χαμηλό σωματικό βάρος γέννησης αποτελούν ισχυρές αλλά μη τροποποιήσιμές συνιστώσες στην παθογένεια του Σ.Δ. Αντίθετα η παχυσαρκία, η διατροφή πλούσια σε λίπη ( ιδιαίτερα κεκορεσμένα) και ο περιορισμός της φυσικής δραστηριότητας αποτελούν τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου και κατά συνέπεια δυνητικού στόχους παρέμβασης. Όσο αφορά το σωματικό βάρος, πέρα από την παχυσαρκία, η οποία αποτελεί τον ισχυρότερο προδιαθεσιακό παράγοντα εμφάνισης της νόσου, ο κίνδυνός αυξάνει από τιμές δείκτη μάζας σώματος (BMI) πολύ χαμηλότερες (22 kgr/m) από αυτές που χαρακτηρίζουν τους υπέρβαρούς ( > 25) ή τους παχύσαρκούς (>30) ασθενείς.
Με βάση τα ανωτέρω η αναγνώριση και προσέγγιση των ατόμων με υψηλό κίνδυνό ανάπτυξης της συγκεκριμένης νόσου, με σκοπό την πρωτογενή παρέμβαση στους τροποποιήσιμους παράγοντές κινδύνου αποτελεί πρωταρχικό και ουσιώδης στόχο. Τέτοιες ομάδες είναι οι 1-ου βαθμού συγγενείς ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη, γυναίκες με ιστορικό διαβήτη κύησης καθώς και άτομα που εμφανίζουν διαταραχή ανοχής γλυκόζης ( IGT)
H IGT είναι μία συμπτωματική διαταραχή του μεταβολισμο΄της γλυκόζης, η οποία χαρακτηρίζεται από τιμές γλυκόζης από 140mg/dl έως 199 στις 2 ώρες μετά από φόρτιση με 75 gr γλυκόζης (OGTT) και τιμές γλυκόζης νηστείας < 126. Αποτελεί πρόδρομο στάδιο στην εξέλιξη του Σ.Δ. της τάξεως 2-8 % ετησίως. Παθοφυσιολογικά χαρακτηρίζεται από απώλεια της πρώτης φάσης έκκρισης ινσουλίνης, ενώ συνοδεύεται από διπλάσιο κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων.
Πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι η υγειονοδιαιτητική παρέμβαση έχει ευνοϊκά αποτελέσματα αναφορικά με την εμφάνιση Σ.Δ, τουλάχιστον στην ομάδα ατόμων με διαταραχή ανοχής της γλυκόζης.
Ποια είναι η σχέση της παχυσαρκίας με το διαβήτη
Τα άτομα με κεντρική παχυσαρκία ( συσσώρευση λίπους στη κοιλιά) βρίσκονται σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης Σ.Δ. τύπου 2.
Ο τρόπος με τον οποίο το περίσσιο σωματικό λίπους προκαλεί την εμφάνιση της νόσου δεν είναι πλήρως εξακριβωμένος, αλλά φαίνεται ότι το περίσσιο λίπος αυξάνει την αντίσταση στην ινσουλίνη, αυξάνοντας έτσι τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα.Το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί και στα παιδιά.
Τα υπέρβαρα παιδιά είναι πιο πιθανό να γίνουν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι ενήλικοι όταν μεγαλώσουν και η αύξηση του βάρους κατά την διάρκεια της ενηλικίωσης τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες αποτελεί μεγαλύτερο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση του Σ.Δ. Με αύξηση βάρους 5 κιλών ή παραπάνω από ηλικία της πρώιμής ενηλικίωσης ( 18-20 ετών) συσχετίζεται με έναν αυξημένο κίνδυνο.
Τι μπορούμε να κάνουμε για να σταματήσουμε ή να περιορίσουμε την εμφάνιση του διαβήτη τύπου 2.
Η απώλεια βάρους και η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας αποτελούν κύριο στόχο της διατροφικής θεραπείας για ασθενείς με προδιάθεση σε διαβήτη τύπου 2 και μπορούν να επιτευχθούν με την ήπια μείωση του συνόλου των προσλαμβανόμενων θερμίδων και με παράλληλη αύξηση των θερμιδικών καύσεων.
Οι πιο πρόσφατες οδηγίες σε θέματα διατροφής για ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη δίνουν έμφαση στην εξατομικευμένη προσέγγιση της δίαιτας, ανάλογα με τους επιθυμητούς στόχους για κάθε ασθενή και με συνυπολογισμό της υπεργλυκαιμίας και τη δυσλιπιδαιμίας, καθώς και των διατροφικών προτιμήσεων του ασθενή. Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, συνιστάται μια διατροφή με λίγα κορεσμένα λιπαρά υψηλής περιεκτικότητας είτε σε υδατάνθρακες είτε σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα το σύνολο των οποίων πρέπει να φτάνει γύρω στα 60-70 % των συνολικών θερμίδων. Η παραδοσιακή Μεσογειακή Διατροφή πληροί όλες τις απαιτήσεις αυτών των δύο διατροφικών επιλογών, καθώς προσφέρει μεγάλη ποικιλία σε δημητριακά, φρούτα, λαχανικά και όσπρια, και επιπλέον δίνει τη δυνατότητα τροποποίησης της αναλογίας μονοακόρεστων λιπαρών οξέων και υδατανθράκων, με τη διαφοροποίηση της ποσότητας ελαιολάδου που καταναλώνεται καθημερινά. Χάρη στην ποικιλία που προσφέρει και στη γευστικότητά της, διασφαλίζει και τη συμμόρφωση του ασθενούς με τη διατροφική αγωγή.
Μια μικρή απώλεια βάρους της τάξης 5-10% μπορεί να προλάβει ή να καθυστέρηση την εμφάνιση της νόσου σε άτομα με υψηλό κίνδυνο. Μάλιστα, μία ελάχιστη απώλεια βάρους 0.5 -1 κιλό συσχετίζεται με μείωση της εμφάνισης του διαβήτη κατά 30-40%. O βασικός στόχος στα άτομα με προδιάθεση σε διαβήτη είναι η βελτίωση του λιπιδαιμικού προφίλ δηλαδή, η κακή χοληστερίνη LDL να είναι κάτω από 130 mg/dl, η καλή χοληστερίνη HDL να είναι πάνω από 40 mg/dl τα τριγλυκερίδια να είναι κάτω από 150 mg/d
Μελέτες έδειξάν ότι οι αλλαγές στον τρόπο διατροφής (μείωση της πρόσληψης του κεκορεσμένου λίπους, αύξηση της πρόσληψης των υδατανθράκων, αντιοξειδωτικων και των φυτικών ινών) σε συνδυασμό με μία μέτρια φυσική δραστηριότητα ( για παράδειγμα 30 λεπτά βάδισμα την ημέρα σε καθημερινή βάση) μπορεί να μειώσουν τον κίνδυνο του διαβήτη από 40-60%.
Η σημασία της κατανάλωσης μίας διατροφής χαμηλής σε λίπους και ενέργεια και της αύξηση της φυσικής δραστηριότητας θα πρέπει να προωθούνται σε μεγάλο βαθμό, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνός της εμφάνισης της παθογένειας του διαβήτη. Εάν αυτές οι συμπεριφορές εδραιωθούν στα άτομα που βρίσκονται σε νεαρή ηλικία, υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να τις συνεχίσουν και στην ενήλική ζωή τους.
Ο διαβήτης και η παχυσαρκία μοιράζονται παρόμοιούς παράγοντες κινδύνου, με αποτέλεσμα κάθε προσπάθεια να μειωθεί ο κίνδυνος της παχυσαρκίας να συσχετίζεται παράλληλα με μείωση του κινδύνου εμφάνισης του διαβήτη τύπου 2.
——————————————————————————–
Nutri – Care, Λ. Αλεξάνδρας 192 –β, Αμπελόκηποι, 11522, Αθήνα
Αρθρογράφος: Παπαδοπούλου Αναστασία, Κλινική Διαιτολόγος – Διατροφολόγος